
“Μέρα Μαγιού μου μίσεψες,μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω, στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις, άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.”
Αγαπημένη μου ξαδέρφη, Ελένη, τη μέρα αυτή, τη σημαδιακή και ιστορική πρώτη Μάη, τη μέρα των λουλουδιών και των αγώνων, που γιορτάζει η εργατική τάξη όλου του κόσμου, διάλεξες και εσύ να φύγεις από κοντά μας παντοτινά και αιώνια.
Άλλωστε και η σύντομη η δική σου ζωή, ένας διαρκής αγώνας ήταν για επιβίωση και ζωή. Μέχρι το τέλος της ζωής σου και κυρίως τα δύο τελευταία σου χρόνια, πάλεψες λεβέντικα και παλικαρίσια με την επάρατο, μα νικήθηκες από αυτή, όπως νικήθηκε και πριν 10 περίπου χρόνια ο αγαπημένος σου αδερφός, ο Παναγιώτης.
Γεννήθηκες πριν 55 χρόνια στο χωριό μας, στον Αετό από φτωχή οικογένεια, όπως όλοι μας άλλωστε. Μαζί με τα πρώτα γράμματα υπήρχαν και οι δουλειές στο σπίτι, στα χωράφια και τα γίδια. Με το που τελείωσες το δημοτικό ρίχτηκες στη σκληρή βιοπάλη της επιβίωσης. Το καλοκαίρι μάζευες αχλάδια στο Βόλο, το Φθινόπωρο μάζευες βαμπάκια στα Φάρσαλα και το χειμώνα μάζευες ελιές στο Βόλο ή στην Άμφισσα. Το υπόλοιπο διάστημα του χρόνου, αγωνιζόσουν στις σκληρές αγροτικές δουλειές του χωριού, στις δουλειές του σπιτιού και στο φύλαγμα των γιδιών.
Όταν παντρεύτηκες με το συγχωριανό μας, τον Κώστα το Γλαβά, ήρθες στην Αθήνα όπου και εκεί εργάστηκες σκληρά για να ζήσεις την οικογένειά σου και τα δυο παιδιά σου, τον Ηλία και τον Αποστόλη. Δούλεψες σε εργοστάσια, στις τέντες μαζί με τον άντρα σου και τελευταία στο περίπτερο. Ειδικά στο περίπτερο δούλευες ώρες ατελείωτες.
Σε θυμάμαι, Ελένη, όταν μικρά παιδιά πηγαίναμε μαζί σχολείο και μαζί φυλάγαμε τα γίδια το καλοκαίρι. Σε θυμάμαι στις ατελείωτες πορείες που κάναμε μαζί κοντά στα γίδια, στη Σκάλα, στα Φτελιάδια, στις Παλιοκαρυές, στην Κρυόβρυση, στο Φλίντρα και στα Δασιά Πλατάνια. Θα θυμάμαι πάντα όταν λίγο μετά την Μπενετσούκι, ανηφορίζοντας προς τη Σκάλα, καθίσαμε σε μια μικρή σπηλιά για να ξεκουραστούμεκαι να μη μας χτυπάει ο ήλιος, πάνω από τα κεφάλια μας, σε απόσταση ούτε δέκα εκατοστά, στάλιζε μαζί με εμάς και η οχιά και όταν την αντιληφτήκαμε πεταχτήκαμε έντρομοι έξω και οι δύο από τη σπηλιά. Ευτυχώς που και το φίδι σεβάστηκε την παιδική μας αθωότητα και κούραση και δε μας έφαγε. Θα θυμόμαστε, Ελένη, το λεβέντικο παράστημά σου και το ανάλαφρο περπάτημά σου. Θα θυμόμαστε την εργατικότητά σου, το πείσμα σου και την αξιοπρεπή στάση ζωής. Υπήρξες αγωνίστρια της ζωής μέχρι το τέλος. Δε σε λύγισαν ποτέ οι δυσκολίες της ζωής. Γνήσιο τέκνο της σκληροτράχηλης ορεινής μας πατρίδας πορεύτηκες με υπερηφάνεια, αγωνιστικότητα και αξιοπρέπεια. Σε λύγισε μόνο η δύναμη της αρρώστιας.
Εκεί που βρίσκεσαι τώρα, Ελένη, δώσε πολλούς χαιρετισμούς στον Παναγιώτη, στον πατέρα σου (τον μπάρμπα-Τόλιο), στον αδερφό μου τον Κώστα και σε όλους τους συγχωριανούς μας που έφυγαν πρόσφατα απ’τη ζωή. Πιστεύω να είδες όλους τους χωριανούς που σε συνοδέψαμε στην τελευταία κατοικία σου. Ήμασταν όλοι εκεί, όλο το χωριό, να σε αποχαιρετίσουμε και έτσι θα είμαστε πάντα, Ελένη. Και στις χαρές και στις λύπες όλοι μαζί και όλοι ενωμένοι.
Αντίο αγαπημένη μου ξαδέρφη.
Καρανάσιος Στέλιος