
Με θλίψη και οδύνη πληροφορηθήκαμε πριν από λίγες μέρες το θάνατο του δασκάλου μας Στέφανου Τζιομπανάκη. Ο Στέφανος ήρθε στο χωριό μας το 1965 σαν νεοδιόριστος δάσκαλος και κάθισε 5 ολόκληρα χρόνια και μετά έφυγε με μετάθεση για τα Χανιά. Τότε τη διετία 1964-1965 ήρθαν αρκετοί δάσκαλοι από την Κρήτη στα ορεινά χωριά της Θεσσαλίας και κυρίως Τρίκαλα- Καρδίτσα.
Ο Στέφανος ήρθε σε μια δύσκολη εποχή στο χωριό μας, τότε που βασίλευαν φτώχεια και αμέτρητες δυσκολίες. Έλειπε τελείως το ηλεκτρικό ρεύμα και τα φορτηγά και τα μετέπειτα λεωφορεία-φορτηγά έφταναν μέχρι τη Μεσοχώρα με τον κακοτράχαλο, χωμάτινο και δύσβατο δρόμο από την Πύλη. Στο μονοθέσιο τότε σχολείο του χωριού μας φοιτούσαμε 25-35 παιδιά. Το σχολείο ήταν στην άκρη του χωριού, δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας και υπήρχε ένα μικρό δωματιάκι μέσα στο σχολείο όπου και έμεινε ο δάσκαλος. Η τουαλέτα (ποια τουαλέτα; μιλάμε για μια πρόχειρη ξύλινη κατασκευή) ήταν έξω από το σχολείο και αρκετά μακριά. Μπάνιο δεν υπήρχε και όπως όλο το χωριό έτσι και ο δάσκαλος ζέσταινε νερό στην κατσαρόλα και πλενόταν. Φαγητό μαγείρευε μόνος του και η μοναδική διασκέδαση ήταν το μικρό καφενεδάκι του χωριού μας. Στην Κρήτη και τους δικούς του πήγαινε τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι. Σ’ αυτές λοιπόν τις δύσκολες συνθήκες βρέθηκε ο Στέφανος και έζησε μαζί μας 5 ολόκληρα χρόνια και μαζί μας μοιράστηκε και αυτός από κοντά και βίωσε τα πέτρινα εκείνα χρόνια. Έμαθε τα ήθη, τα έθιμά μας, τις συνήθειές μας, τα καλά και τα κακά μας, τα κουσούρια μας και τα παρατσούκλια μας.
Με μεγάλη μας έκπληξη όταν τον επισκέφτηκε το1996 μετά από σχεδόν 25 χρόνια ο ένας από τους δυο μας(όντας δάσκαλος και ο ίδιος), στην Κρήτη, στην γενέτειρά του, στον Άγιο Κωνσταντίνο στο οροπέδιο του Λασιθίου, διαπίστωσε ότι ο δάσκαλος θυμόταν όλους τους χωριανούς και με τα παρατσούκλια τους ακόμα. Ρωτούσε για τον Κρανιά, τον Πασπάλα, τον Φρούραρχο, τον Κορδομπούλα, το Στιμονάκι κλπ παρατσούκλια που τα μισά σχεδόν δεν τα θυμόμαστε και εμείς οι ίδιοι. Εκεί τότε μας διηγήθηκε ο Στέφανος ότι κάποια Χριστούγεννα για να πάει στην Κρήτη αυτός μαζί με το δάσκαλο της Λαφίνας και του Παλαιοχωρίου που και αυτοί ήταν Κρητικοί, επειδή είχε χιόνι και η μετάβαση στα Τρίκαλα μέσω Μεσοχώρας ήταν αδύνατη, πήγαν στην Πύλη μέσω Παλαιοχώρι, Περτούλι και Ελάτης περπατώντας για δύο ημέρες μέσα στα χιόνια διανύοντας σχεδόν 80 με 90 χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στην Πύλη. Άλλες πάλι φορές έρχονταν με τα πόδια στα χωριά μας από την Πύλη, λόγω του ότι η πρόσβαση με τα φορτηγά ήταν αδύνατη. Εκεί στο χωριό του στην Κρήτη, ο δάσκαλος στο ερώτημά μας για το αν επιθυμεί να επισκεφτεί τον Αετό, μας απάντησε με σκεπτικισμό: «Και θέλω και δε θέλω. Γιατί αν δω τις καταστροφές που έγιναν εκεί από τα έργα της Δ.Ε.Η. στο φυσικό περιβάλλον, σίγουρα θα στενοχωρηθώ, γιατί αλλιώς τον έζησα εγώ τον Αετό και αλλιώς θα τον βρώ. Από την άλλη θέλω πολύ να δω όλους τους χωριανούς, τα αγαπημένα πρόσωπα.
Με το σεισμό του 1967 το πέτρινο σχολείο κρίνεται ακατάλληλο και κατασκευάζεται ένα λυόμενο ξύλινο σχολείο δίπλα στο παλιό πέτρινο και ο Στέφανος ζει σ’ αυτό το ξύλινο σχολείο μέχρι που έφυγε για την Κρήτη. Μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες ο δάσκαλός μας προσπαθεί να μας μάθει γράμματα και το πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό. Θα σε θυμόμαστε, ΔΑΣΚΑΛΕ, γιατί μαζί σου περάσαμε τα πιο ωραία μας χρόνια, χρόνια δύσκολα μεν και για μας και για σένα, αλλά και όμορφα. Θα σε θυμόμαστε, γιατί και εσύ έγινες ένα με εμάς. Θα θυμόμαστε τη γνωστή σου φράση «τσε διαβάζουν τα παιδιά;», θα θυμόμαστε το παίξιμο των κλειδιών σου που όταν το ακούγαμε τρέχαμε να κρυφτούμε στα σοκάκια του χωριού για να μην δεις εσύ ότι παίζουμε και δε διαβάζουμε. Θα θυμόμαστε το αγέρωχο και λεβέντικο κρητικό παράστημά σου. Θα θυμόμαστε και τις ξυλιές που τρώγαμε άλλος λιγότερες και άλλος περισσότερες είτε για ζαβολιές είτε γιατί ήμασταν αδιάβαστοι, γιατί έτσι ήταν τότε το σχολείο και γιατί αυτή ήταν και η απαίτηση των γονιών μας. « Το τομάρι, δάσκαλε», έλεγαν οι γονείς μας εννοώντας να μας ρίχνεις μπόλικο ξύλο για να μάθουμε γράμματα και για να γίνουμε και σωστοί άνθρωποι και όχι βέβαια να μας γδάρεις και να πας το τομάρι στους γονείς μας. Αυστηρός δάσκαλος ήσουν Στέφανε, αλλά αυτή η αυστηρότητα πήγαζε από την αγωνία σου και την αγάπη σου για εμάς, για να μάθουμε το κάτι παραπάνω για να προκόψουμε και να γίνουμε σωστοί άνθρωποι στην κοινωνία. Θα σε θυμόμαστε, δάσκαλε, για όσα έκανες για εμάς και πιστεύοντας ότι εκφράζουμε όλους τους τότε μαθητές σου ευχόμαστε τα βαθιά μας συλλυπητήρια στην οικογένειά σου και εκφράζουμε σ’ αυτήν κάθε υγεία και ευτυχία.
Βέβαια, Στέφανε, δεν υπολογίζαμε ότι θα φύγεις τόσο ξαφνικά και στη σκέψη του συλλόγου ήταν να σε τιμήσουμε κάποια στιγμή για την προσφορά σου στο χωριό μας και πιστεύαμε ότι θα ανταμώναμε. Άλλωστε ποτέ δε θα ξεχάσουμε την επιστολή σου στην εφημερίδα του χωριού και τη χρηματική βοήθεια προς το σύλλογό μας.
Γεια σου, ΔΑΣΚΑΛΕ, και πιστεύουμε από εκεί ψηλά που βρίσκεσαι να βλέπεις και τον αγαπημένο σου Αετό που ξέρουμε πολύ καλά ότι πάντα τον είχες στην καρδιά σου.
Οι μαθητές σου
Κόγκος Θανάσης
Καρανάσιος Στέλιος