
Αύριο αλλάζει ο χρόνος. Χρόνος που ορίσαμε. 12μηνο η καλύτερα το 365ημερο.
Ο χρόνος ποτέ δεν αλλάζει. Εμείς αλλάζουμε κάθε στιγμή, κάθε μέρα, κάθε…χρόνο! Κάποτε βαρέθηκα να προετοιμάζομαι για τον καινούριο χρόνο. Βαρέθηκα γιατί κάθε προηγούμενος ήταν καλύτερος. Κι όσο πιο φτωχός και καλύτερος. Κι αν γυρίσω στα πολύ παλιά και πιο ευτυχισμένος.
Ο χρόνος λοιπόν αλλάζει. Αλλάζει αρίθμηση. Αρχίζουμε πάλι από το ένα, λες και ξαναγεννιόμαστε. Αντίθετα μεγαλώνουμε. Ο χρόνος αλλάζει για την …αριθμητική. Αν δεν άλλαζε πολλά πράγματα θα βρίσκονταν σε μια απέραντη σύγχυση. Για παράδειγμα δεν θα ξέραμε πως η μάχη του Μαραθώνα (που πάμε και τρέχουμε σήμερα) έγινε 490 χρόνια πριν γεννηθεί ο Χριστός.
Τέλος πάντων, όσο ανοίγεις ένα θέμα τόσο αυτό σε καταπνίγει στα μυστήρια και χάνεσαι. Αυτό που ήθελα να θυμηθώ και να αραδιάσω παραμονή του χρόνου είναι οι παιδικές μου αναμνήσεις στον Αετό, το χωριό μας. Πριν από μένα και τη …σειρά μου και μετά από μένα και τη σειρά μου τη μέρα τούτη στον Αετό και σ’όλα τα χωριά της Πίνδου βασίλευε ένας αλλιώτικος με το σήμερα κόσμος. Ο κόσμος αυτός μετά τη δεκαετία του εβδομήντα βυθίστηκε στο σκοτάδι της λησμονιάς. Κι ο λόγος ήταν ένας. Το κλείσιμο του σχολείου. Τέλος τα παιδιά, τέλος κι ο κόσμος του χωριού. Τέλος τα παιγνίδια στην αυλή του σχολείου και στα σοκάκια του χωριού. Όλα τώρα είναι μια αιώρηση, μια ψευδαίσθηση, ένα ψεύτικο σύνολο που κινείται επιζητώντας λόγο ζωής και ύπαρξης εκεί που κάποτε όλα είχαν αρχή και τέλος, συνέχεια του ενός στο άλλο και κάποια στιγμή ήρθε η αποσυγκόλληση. Το χωριό λοιπόν ήταν κάποτε για κάποιους από μας που γεννηθήκαμε εκεί και τα θυμόμαστε, κάτι άλλο που οι τωρινές γενιές τα ακούνε σαν παραμύθια.
Ένα τέτοιο παραμύθι ήταν και τα πρωτοχρονιάτικα παιγνίδια. Για να γίνει παιγνίδι πρέπει να υπάρχουν τα παιδιά. Οι τρυφερές υπάρξεις που ατενίζουν ανέμελα μ’ όλη τη γλύκα των ματιών τους το μέλλον και απομυζούν ότι όμορφο η φύση τους προσφέρει. Τα παιδιά που δεν διαφέρουν από τις όμορφες πεταλούδες που πετούν πολύχρωμες με τα πουλιά που πετούν όπου κι όπως θέλουν, γιατί ο κόσμος είναι όλος δικός τους….
Σ’ ένα Αετιώτικο τοπίο όπου οι αδύνατες και ξυπόλυτες φιγούρες μας κινούνταν σ’ όλα τα σοκάκια του χωριού μας απ’ άκρη σ΄άκρη, που πηδούσαμε τους ξύλινους φράχτες για πλάκα, σ’ άυτό το μαγεμένο τοπίο οργίαζε η φαντασία μας αντικρίζοντας τα θεόρατα βουνά γύρω μας.
Κι αυτή η αυλή ,που σήμερα ο Σύλλογός μας τη μεγάλωσε την πλακόστρωσε κι εκεί που ήταν ο σχολικός κήπος έφτιαξε το κιόσκι για μια άλλη γενιά, τη γενιά του σήμερα, τη γενιά του…καλοκαιριού, αυτή η αυλή του σχολείου υποδέχονταν για χρόνια πάνω από 35 παιδιά του δημοτικού σχολείου. Αυτή η αυλή όσο εμείς κάναμε μάθημα, ήταν έρημη- και κάπου κάπου περνούσε καμιά χωριανή φορτωμένη – και υποδέχονταν τα πεινασμένα τσόνια και κοτσύφια που τσιμπολογούσαν ό’ τι απέμεινε από τα διαλλείματά μας.
Τις μέρες αυτές το σχολειό ήταν κλειστό για τις γιορτινές διακοπές. Στην αυλή του σχολείου καθημερινά σχεδόν γίνονταν απ’ όλους μας τα εξής παιγνίδια:
Η σβούρα.
Τα σκλαβάκια.
Το τζαμί.
Οι καραντάνες.
Οι τρυγόνες.
Λεφτά για τυχερά παιγνίδια δεν υπήρχαν. Κάτι δεκάρες, δεκάλεπτα, εικοσάλεπτα και τα αθάνατα πενηνταράκια, ήταν λίγα στις φτωχικές τσέπες μας για να παίξουμε το γνωστό πάρτα-όλα. Τα παιχνίδια αυτά είχαν καθαρά ψυχαγωγικό χαραχτήρα. Θα αναφερθώ μόνο στο παιγνίδι της σβούρας. Αργότερα για τα άλλα. Η σβούρα παίζονταν σχεδόν αποκλειστικά αυτές τις μέρες. Ήταν μια όμορφη ξύλινη κωνοειδής κατασκευή με ένα μεταλλικό καρφί μπηγμένο στην απόληξή της. Στην κορυφή της είχε ένα κοτσάκι για να δένεται το σχοινί. Η σβούρα υποδέχονταν το σχοινί που τύλιγε το κωνοειδές κορμί της, και σε προκαλούσε .να τη ρίξεις. Να τη ρίξεις στο έδαφος. Και αυτή σαν τέλεια χορεύτρια θα έκανε για σένα τόσες δυνατές και ταχύτατες βόλτες και φιγούρες ώστε σε προκαλούσε και σε παρακαλούσε να την πάρεις στην ..παλάμη σου !! και αυτό κάναμε. Την περνάμε στην παλάμη μας κι αυτή σβούριζε τις βόλτες της και μείς την καμαρώναμε.
Τι γινόταν όμως όταν στη παρέα είχαμε κι άλλες..κυρίες;…Τι άλλο; Παιγνίδι. Μάχη επιβίωσης. Οι όμορφες θα κατέληγαν άσχημες και βασανισμένες. Ανοίγαμε στην άκρη της αυλής του σχολείου μια τρύπα στο έδαφος και σε άλλο σημείο κάναμε ένα μικρό κύκλο, και ξεκινούσε το παιγνίδι. Όποιος έριχνε την σβούρα του πιο κοντά στο κέντρο του κύκλου είχε το πλεονέκτημα. Χτυπούσε με τη σβούρα του που είχε στη παλάμη την σβούρα του άλλου προσπαθώντας να την φέρει στη τρύπα. Όταν αυτό γινόταν, είχε δικαίωμα να τρυπήσει την …κυρία τρεις φορές το κωνοειδές σώμα της με το θανατηφόρο καρφί της δικής του σβούρας. Έτσι πολλοί από μας χάνοντας σ’ αυτό το παιγνίδι, χάναμε τις μακελεμένες σβούρες μας μιας κι αυτές ήταν ανίκανες πλέον να φέρουν …βόλτα το όμορφο κορμί τους.
Θυμάμαι πως τις σβούρες τις φτιάχναμε μόνοι μας. Όμως εκείνες της αγοράς ήταν καλύτερες.
Δεν ξέρω αν μ’ αυτή τη διήγηση άνοιξα κάποιο θέμα, .Δεν το πιστεύω. Απλά βλέπω εδώ και καιρό αδιαφορία από τους ευγενείς χωριανούς μας να γράψουν κάτι στην ιστοσελίδα του Συλλόγου μας. Ίσως κάποιοι από μας να φταίμε γι αυτούς.
Όπως και νάχει αύριο ξημερώνει ένας καινούριος χρόνος.
Κι αυτός παιδί της…αριθμητικής.
2014
Καλώς νά ρθει κι ελπίζουμε όλες αυτές οι μέρες και νύχτες του να μας φέρουν πίσω εκείνα που ο άλλος χρόνος μας πήρε.
Την αγάπη και το χαμόγελο.
Παντελής Τσάκαλος
Το άρθρο έχει {hits}373{/hits} αναγνώσεις